ξάντης — wool carder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνται — ξάντης wool carder masc nom/voc pl ξάντᾱͅ , ξάντης wool carder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνταις — ξάντης wool carder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάντην — ξάντης wool carder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνθ' — ξάνθαι , ξάνθη a pale coloured stone fem nom/voc pl ξάνθᾱͅ , ξάνθη a pale coloured stone fem dat sg (doric aeolic) ξάντα , ξάντης wool carder masc voc sg ξάντα , ξάντης wool carder masc nom sg (epic) ξάνται , ξάντης wool carder masc nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριοραβδιστής — ἐριοραβδιστής, ὁ (Α) (παπυρ.) αυτός που ραβδίζει, που ξαίνει τα έρια, ο ξάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ραβδιστής (ραβδίζω)] … Dictionary of Greek
ξάντρια — η (Α ξάντρια) βλ. ξάντης … Dictionary of Greek
ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… … Dictionary of Greek